σκέπασμα

σκέπασμα
σκέπασμα, ατος, τό (σκεπάζω; Pla. et al.) that which serves as a cover and hence as a protection, covering. Chiefly clothing (Aristot., Pol. 7, 1336a, 17; Philo, Det. Pot. Ins. 19; Jos., Bell. 2, 129), but also house (Aristot., Metaph. 7, 168, 11 οἰκία σκέπασμα ἐκ πλίνθων κ. λίθων) w. διατροφή 1 Ti 6:8.—DELG s.v. σκέπας. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκέπασμα — a covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκέπασμα — το 1. κάλυψη: Άρχισε το σκέπασμα του σπιτιού. 2. κάλυμμα: Του έριξε πολλά σκεπάσματα για να ζεσταθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεπασμάτων — σκέπασμα a covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσμασι — σκέπασμα a covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσμασιν — σκέπασμα a covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματα — σκέπασμα a covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματι — σκέπασμα a covering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματος — σκέπασμα a covering neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”